Ηλία Κονδύλης: «Τις επιδημίες δεν τις αντιμετωπίζεις με ατομική ευθύνη, αλλά με υψηλό αίσθημα δημόσιας και κοινωνικής ευθύνης»

Άρθρα
Ηλία Κονδύλης: «Τις επιδημίες δεν τις αντιμετωπίζεις με ατομική ευθύνη, αλλά με υψηλό αίσθημα δημόσιας και κοινωνικής ευθύνης»

Συνέντευξη του Ηλία Κονδύλη, αναπληρωτή καθηγητή Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας – Πολιτικής της Υγείας στο Τμήμα Ιατρικής του ΑΠΘ, στον «Ημεροδρόμο» και τον Δημήτρη Κούλαλη    3 Ιουλίου 2021

«Ο καπιταλισμός γεννά επιδημίες, αλλά δεν μπορεί να τις ελέγξει εν τη γενέσει τους», σημειώνει στη συνέντευξη που παραχώρησε στον «Ημεροδρόμο», ο Ηλίας Κονδύλης, αναπληρωτής καθηγητής Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας – Πολιτικής της Υγείας στο Τμήμα Ιατρικής του ΑΠΘ. Αφορμή γι’ αυτή τη συζήτηση στάθηκε η συμμετοχή του ως ένας εκ τω δύο επιστημονικών επιμελητών του συλλογικού έργου: «Πανδημία COVID-19 και οι σύγχρονες απειλές στη δημόσια υγεία» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Τόπος». Σε ποια κατάσταση βρήκε τις κοινωνίες μας η πανδημία; Τα μέτρα που πάρθηκαν αρκούσαν ή αποτελέσαν ομολογία αποτυχίας των ακολουθούμενων εδώ και δεκαετίες κυρίαρχων πολιτικών στον ευαίσθητο τομέα της Υγείας; Γιατί η πανδημία ανέδειξε τις περίφημες συμπράξεις δημόσιου – ιδιωτικού τομέα ως μία σχέση παρασιτικής επιβίωσης του δεύτερου εις βάρος του πρώτου; Υπάρχει η περιβόητη… ατομική ευθύνη; Ποιοι έκαναν «δουλίτσες» με το Δημόσιο, ενώ η ανάγκη για ένα ισχυρό ΕΣΥ ήταν πιο ορατή από ποτέ;

Αυτά και άλλα πολλά συζητήσαμε με τον Ηλία Κονδύλη, οι απαντήσεις του οποίου φώτισαν τόσο το πρόσφατο παρελθόν, όσο και τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουμε ως οργανωμένα συλλογικά υποκείμενα στο μέλλον, όταν η «απέναντι» πλευρά μεθοδικά και εντατικά μετατρέπει το αγαθό της Υγείας σε οφίτσιο λίγων και εκλεκτών.

Στο βιβλίο υποστηρίζετε ότι η πανδημία ανέδειξε τα αδιέξοδα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αυτό το γεγονός συνδέεται ευθέως με την περιβαλλοντική κρίση και με την εμφάνιση νέων επιδημιών, λέτε ακόμη. Μπορείτε να εξηγήσετε αυτή τη σύνδεση;

Υπάρχουν αρκετά παραδείγματα. Ας δούμε την περίπτωση του ιού Ζίκα, στη Λ. Αμερική, στη Βραζιλία, το 2015. Ο Ζίκα, ιός που μεταφέρεται από τα κουνούπια, ξεκίνησε από τη Βραζιλία και επεκτάθηκε σε πάνω από σαράντα χώρες. Η περίπτωση του Ζίκα είναι αρκετά χαρακτηριστική γιατί αναδεικνύει το γεγονός ότι σε περιοχές που ήταν πρώην δάση και είχαν αποψιλωθεί είναι πολύ πιθανό να εμφανιστούν μεγάλες επιδημίες κι αυτό, γιατί η αποψίλωση καταρχάς ευθύνεται για την κλιματική αλλαγή και την αύξηση της θερμοκρασίας η οποία ευνοεί την ανάπτυξη των κουνουπιών, ενώ ταυτόχρονα μειώνει την βροχόπτωση μ’ αποτέλεσμα πληθυσμοί πέριξ του Αμαζονίου, ως επί τω πλείστον φτωχοί να αναγκάζονται να αποθηκεύουν νερό σε ανοιχτές δεξαμενές, κάτι που ευνοεί και αυτό με τη σειρά του την ανάπτυξη κουνουπιών και την εκδήλωση τελικά επιδημικών εξάρσεων του ιού. Ο Howard Waitzkin στο βιβλίο αναφέρεται και στον δεύτερο μηχανισμό δια μέσου του οποίου γεννιούνται αυτές οι επιδημίες στον καπιταλισμό: η υπερεκμετάλλευση του ζωικού κεφαλαίου με όρους καπιταλιστικού κέρδους. Δεν είναι τυχαίο ότι η “γρίπη των χοίρων” το 2009 εμφανίστηκε στο Μεξικό, κυριολεκτικά ένα μίλι μακριά από μεγάλο εκτροφείο χοίρων της πολυεθνικής εταιρείας Smithfield Foods στο οποίο δεν τηρούνταν οι στοιχειώδεις κανόνας υγιεινής και ασφάλειας.

Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με έναν φονικό ιό. Αναφέρομαι στον Sars Cov 2. Τα μέτρα που πάρθηκαν ήταν μέτρα που ήρθαν να αντιμετωπίσουν την επιθετικότητα τού εν λόγω ιού ή πρόκειται για αναγκαία μέτρα, λόγω της αδυναμίας των Συστημάτων Υγείας να ανταποκριθούν στις ανάγκες της κατάστασης, ως απόρροια των πολιτικών που ασκήθηκαν στον ευαίσθητο τομέα της Υγείας τα προηγούμενα έτη;

Ο καπιταλισμός γεννά επιδημίες, αλλά δεν μπορεί να τις ελέγξει εν τη γενέσει τους. Να πούμε ενδεικτικά ότι πριν την επιδημία το 80% της χρηματοδότησης του ΠΟΥ ήταν από ιδιώτες ή φιλανθρωκαπιταλιστικές οργανώσεις. Το 1970 η εικόνα ήταν εντελώς αντίστροφη. Το γεγονός ότι ο ΠΟΥ είχε αυτή τη χρηματοδοτική εξάρτηση από ιδιώτες τον οδήγησε σε μία δεινή συνθήκη όπου δεν είχε την επιχειρησιακή δυνατότητα να ελέγξει έγκαιρα τοπικές επιδημίες και να περιορίσει τη διασυνοριακή τους μετάδοση. Να σημειώσουμε ότι στην πρώτη μελέτη που δημοσιεύσαμε πέρυσι τον Απρίλιο είχαμε προσδιορίσει ότι ο ΠΟΥ μπήκε στην μάχη κατά του Covid έχοντας ένα “budget” μόλις πενήντα-ένα εκατομμυρίων δολαρίων, ενδεικτικό της επιχειρησιακής τους ανεπάρκειας και ολιγωρίας τους κρίσιμους πρώτους δύο μήνες της επιδημίας .

Ερχόμενοι τώρα στο κύριο κομμάτι του ερωτήματός σας· τυπικά όταν έχεις μία επιδημία, έχεις δύο τρόπους να την αντιμετωπίσεις: Εφόσον έχεις φάρμακα ή εμβόλια, χρησιμοποιείς αυτά ως όπλα. Όταν δεν έχεις φάρμακα ή εμβόλια ο μόνος τρόπος να την αντιμετωπίσεις είναι με τα κλασικά μέτρα δημόσιας υγείας, τις μη φαρμακευτικές δηλαδή παρεμβάσεις, οι οποίες είναι ίδιες και απαράλλαχτες από τον 15ο και 16ο αιώνα: απομόνωση – θεραπεία των θετικών κρουσμάτων και καραντίνα των ύποπτων. Πρόκειται για μέτρα που χρησιμοποιείς όταν ακόμη ο ιός δεν έχει κυκλοφορήσει ευρέως στην κοινότητα. Όμως, όταν χάσεις τον έλεγχο ο μόνος τρόπος να την περιορίσεις είναι διά των οριζόντιων μέτρων, των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης και κοινωνικής απομόνωσης τα περίφημα «lockdown». Lockdown κάνεις δηλαδή στη φάση που προσπαθείς να καθυστερήσεις την επιδημία, όταν πλέον έχεις χάσει τον έλεγχο της. Όταν δεν έχεις τους μηχανισμούς να εντοπίσεις τους θετικούς και τους ασυμπτωματικούς, στοχευμένα. Όταν δεν μπορείς να απομονώσεις αυτές τις δύο ομάδες ώστε να σπάσεις τον κύκλο μετάδοσης της επιδημίας. Άρα, εξ ορισμού, η χρήση του «lockdown» αποτελεί ομολογία αποτυχίας, αδυναμίας στοχευμένου ελέγχου-περιορισμού στην μετάδοση της επιδημίας. Στην Ελλάδα, το lockdown υπερχρησιμοποιήθηκε. Αυτό από μόνο του είναι μία επίσημη ομολογία της ανημποριάς και των τραγικών επιχειρησιακών ελλειμμάτων των υπηρεσιών δημόσιας Υγείας στη χώρα μας.

Λαμβάνοντας υπόψη τη σημαντική συμβολή του Black Report της δεκαετίας του 1980 στην Αγγλία και το συμπέρασμα ότι η θνησιμότητα, προπανδημικά, ακολουθούσε μια αντίστροφη με την κοινωνική θέση τάση, νομιμοποιούμαστε να ισχυριστούμε αυτό το μοντέλο επαναλήφθηκε και κατά την περίοδο της πανδημίας της Covid 19;

Επιτρέψτε μου να μοιραστώ μαζί σας μια προσωπική εμπειρία. Έχω αρκετούς φίλους και συνεργάτες στην Βραζιλία. Στην αρχή της επιδημίας, τον Φεβρουάριο- Μάρτιο του 2020, μιλώντας μαζί τους προσπαθούσα να τους πείσω να ανακατευθύνουν την έρευνα τους αποκλειστικά στον COVID-19 εκτιμώντας ήδη από τότε ότι η εν εξελίξει επιδημία, ήταν από τη σκοπιά της δημόσιας υγείας ένα μοναδικό γεγονός, σαν αυτά που συναντάς μία φορά στα εκατό χρόνια. Οι συνάδελφοι από την Βραζιλία ήταν αρκετά επιφυλακτικοί, ισχυριζόμενοι ότι η επιδημία αφορά ένα μικρό τμήμα του πληθυσμού, κυρίους πλούσιους επιχειρηματίες, αυτούς άλλωστε έβλεπαν να νοσηλεύονται στις ιδιωτικές κλινικές της χώρας τις πρώτες εβδομάδες της επιδημίας. Είναι αλήθεια ότι τα πρώτα κρούσματα που εμφανίστηκαν σε χώρες όπως η Βραζιλία, ακόμη και στην Ελλάδα, αφορούσαν τους αστούς, τους επιχειρηματίες, οι οποίοι διά των ταξιδιών τους εκτέθηκαν στον Covid. Στην αρχή, δηλαδή δόθηκε η εντύπωση ότι ο ιός μάς θίγει μεν όλους, αλλά ότι οι πλούσιοι πιθανά να είναι και οι πιο… ευάλωτοι…

Φυσικά, πρόκειται για αστικό μύθο που πολύ γρήγορα κατέπεσε. Η ταξικότητα των επιδημιών δεν είναι καινούριο φαινόμενο. Ήδη από την ισπανική γρίπη του 1918, υπάρχουν δεδομένα που καταμαρτυρούν ότι οι φτωχοί είχαν έως και 50% υψηλότερο κίνδυνο να εκτεθούν στον ιό της ισπανικής γρίπης κι ως και διπλάσιο ή τριπλάσιο κίνδυνο να πεθάνουν από την ισπανική γρίπη. Η ταξικότητα και οι ταξικές υγειονομικές επιπτώσεις αποτελούν αναπόδραστο νόμο των επιδημιών στον καπιταλισμό.

Αυτό σχετίζεται με το γεγονός ότι στις επιδημίες, οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες εντός των οποίων διαβιεί κανείς, καθορίζουν εν πολλοίς και τον κίνδυνο έκθεσής του στην επιδημία. Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Είναι επίσης το γεγονός ότι στην επιδημία δεν έχουμε όλοι το ίδιο «απόθεμα υγείας». Υπάρχουν αρκετά εμπειρικά δεδομένα που καταδεικνύουν ότι όσο χαμηλότερα είσαι στην κοινωνική-οικονομική κλίμακα, τόσο υψηλότερος είναι ο κίνδυνος να έχεις καρδιαγγειακά νοσήματα, διαβήτη, χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια κ.ο.κ. Άρα, πέραν του αυξημένου κινδύνου έκθεσής της, η εργατική τάξη, τα φτωχά λαϊκά στρώματα μπήκαν στην επιδημία με χαμηλότερο απόθεμα υγείας. Ακριβώς γι’ αυτό, πέραν του ότι εκτίθενται συγκριτικά περισσότερο, καταλήγουν και στο θάνατο όταν νοσούν περισσότερο σε σχέση με τα υψηλότερα εισοδηματικά στρώματα.

Αν καταλαβαίνω καλά, περιγράφετε το λεγόμενο φαινόμενο της συνδημίας…

Ακριβώς! Μιλάμε για εκείνη τη συνθήκη όπου οι προϋπάρχουσες κοινωνικές-οικονομικές ανισότητες συναντώνται με την επιδημία, η οποία γεννά νέες ανισότητες. Η προϋπάρχουσα «επιδημία» των καπιταλιστικών ανισοτήτων με τη νέα επιδημία του Covid δημιουργούν ένα συνδημικό σπιράλ, το οποίο οδηγεί σε έκρηξη των ταξικών ανισοτήτων στην υγεία και την ίδια τη ζωή.

Tα παραδείγματα στη διεθνή σφαίρα είναι πολλά. Ας δούμε όμως μια κλασική περίπτωση σαν αυτή που περιγράφουμε, στην Ελλάδα. Αναφέρομαι φυσικά στην περίπτωση των προσφύγων και των αιτούντων άσυλο. Μια ευάλωτη πληθυσμιακή ομάδα. Μελετώντας τα συνολικά κρούσματα στους πληθυσμούς των προσφύγων, μέσω των στοιχείων του ΕΟΔΥ, στα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης (ΚΥΤ), στα Κέντρα Φιλοξενίας και στον γενικό πληθυσμό, διαπιστώσαμε ότι ο κίνδυνος έκθεσης στον κορωνοϊό ήταν τρεις φορές περισσότερος στα ΚΥΤ σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό, ενώ για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες που διαβιούν στα κέντρα φιλοξενίας ο κίνδυνος έκθεσης ήταν δύο φορές υψηλότερος από τον γενικό πληθυσμό. Με δυο λόγια: Όσο μεταβαίνεις από τον γενικό πληθυσμό στα κέντρα φιλοξενίας και από εκεί στα ΚΥΤ, όσο δηλαδή οι συνθήκες διαβίωσης επιδεινώνονται, τόσο αυξάνει εκθετικά ο κίνδυνος νόσησης από COVID-19.

Άλλο ένα παράδειγμα είναι οι μεγάλες βιομηχανικές μονάδες παραγωγής, οι μεγάλοι εργοστασιακοί χώροι· παράδειγμα για το οποίο γίνεται λόγος και στο βιβλίο. Τα στοιχεία που παρουσιάζουμε είναι ενδεικτικά της ευρείας εξάπλωσης του ιού στους εργασιακούς χώρους στην Ελλάδα, γεγονός το οποίο ουδέποτε απασχόλησε τόσο την κυβέρνηση όσο και τις αρμόδιους φορείς διαχείρισης της επιδημίας στη χώρα.

Σε παλιότερη τοποθέτησή σας έχετε αναδείξει την ιδιωτικοποίηση των δομών Υγείας ως την άλλη όψη του υφιστάμενου ταξικού πολέμου. Μπορείτε σε αδρές γραμμές, αφενός να εξηγήσετε αυτή σας τη θέση, αφετέρου έχουν δίκιο όσοι υποστηρίζουν ότι το ξήλωμα του δημόσιου Συστήματος Υγείας δεν σταμάτησε ούτε εν μέσω πανδημίας; Κι αν έχουν δίκιο ποια μορφή πήρε αυτή η προσπάθεια ιδιωτικοποίησης;

Καταρχάς να πούμε ότι ένα πολύ μικρό κομμάτι της ιδιωτικοποίησης βασίζεται σ’ αυτό που λέμε ατομικό εισόδημα. Η ιδιωτικοποίηση και ο ιδιωτικός κερδοσκοπικός τομέας υγείας παγκοσμίως είναι βασικά δημόσια χρηματοδοτούμενος. Πάντοτε ο τομέας αυτός αναπτυσσόταν και με χρήμα που δινόταν διαμέσου των κρατικών ταμείων, μέσα στα πλαίσια ενός αφηγήματος που θέλει τον ιδιώτη ικανό να προσφέρει μια υπηρεσία μειωμένη σε κόστος και βελτιωμένη σε ποιότητα. Η πραγματικότητα βέβαια είναι άλλη. Οι εργολαβίες, τις οποίες στον χώρο της Υγείας εισήγαγε η Θάτσερ, όχι μόνο δεν ρίχνουν το κόστος, βελτιώνοντας την ποιότητα, αλλά οδηγούν σε μία έκρηξη του διοικητικού κόστους και του συνολικού κόστους των υπηρεσιών υγείας, καθώς και σε εκτεταμένα φαινόμενα διαφθοράς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιων φαινομένων διαφθοράς είναι η περίπτωση της Serco στη Μ. Βρετανία και πλέον πρόσφατα η περίπτωση της Carillion. Γι’ αυτό, στην Σκωτία, το σκωτσέζικο ΝΗS θεώρησε εδώ και πολλά χρόνια ότι έπρεπε να απαγορεύσει τις εργολαβίες στα νοσοκομεία, θεωρώντας τες ως ποιοτικά κατώτερες και οικονομικά ασύμφορες.

Σήμερα, ανεξάρτητα από τους αρχικούς όρκους των κυβερνώντων περί της «πίστης» τους στην αναγκαιότητα ύπαρξης ισχυρού ΕΣΥ, επεκτάθηκαν οι εργολαβίες στα Συστήματα Υγείας. Ακόμη, εμφανίστηκαν εργολαβίες υπηρεσιών του Δημοσίου σε ιδιώτες, πάντοτε με εγγυημένη τη δημόσια χρηματοδότηση, που δεν υπήρχαν παλιότερα. Για παράδειγμα, είδαμε νέο ενδιαφέρον του επιχειρηματικού κεφαλαίου σε τομείς όπως ήταν τα διαγνωστικά τεστ. Τα τεστ δηλαδή διενεργήθηκαν από ιδιώτες, πληρώθηκαν ωστόσο από το Δημόσιο. Ενδεικτικά να πούμε ότι το NHS πλήρωσε μισό δισεκατομμύριο λίρες για διαγνωστικά τεστ, παρότι είχε την τεχνογνωσία και την τεχνολογία για να αναπτύξει το ίδιο τέτοιο μηχανισμό για τη διενέργεια διαγνωστικών τεστ στην κοινότητα. Είδαμε επίσης εργολαβίες στο κομμάτι της ιχνηλάτησης. Πάλι στη Μ. Βρετανία, μεγάλοι εργολάβοι μεταξύ αυτών και η αμαρτωλή Serco, ανέλαβαν να στήσουν τηλεφωνικά κέντρα προσλαμβάνοντας ανεκπαίδευτους εργαζόμενους με τα οποία έκανε ιχνηλάτηση περιστατικών. Κάτι παρόμοιο επιχείρησε και η ελληνική κυβέρνηση στον ΕΟΔΥ. O ΕΟΔΥ ανέθεσε σε εργολάβο την ανάπτυξη του ΕΟΔΥ APP, ενώ δια εργολάβου προσλήφθηκαν τόσο στον ΕΟΔΥΥ όσο και στην Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας καταχωρητές κρουσμάτων και στατιστικών στοιχείων.

Εργολαβίες είδαμε ακόμη στο σκέλος που αφορά τη διαχείριση των δεδομένων των σχετιζόμενων με τη πανδημία. Πρόκειται για μία σκοτεινή υπόθεση, δεδομένου ότι τα στοιχεία που διαθέτουμε προέρχονται αποκλειστικά από δημοσιογραφικές έρευνες. Σ’ όλες αυτές τις συμβολαιακές σχέσεις που περιγράψαμε μέχρι τώρα, ο βασικός κανόνας είναι αυτός της εμπορικής εμπιστευτικότητας. Κανένας επιστήμονας, ο οποίος ασχολείται με θέματα δημόσιας υγείας και πολιτικής της υγείας, δεν έχει πρόσβαση ή, για την ακρίβεια, δεν του επιτρέπεται η πρόσβαση, στις συμβάσεις που συνάπτει το Δημόσιο με ιδιώτες στο όνομα της εμπορικής εμπιστευτικότητας. Άρα, είναι ένα μαύρο κουτί, εξαιτίας αυτής της βασικής αρχής.

Υπάρχουν στοιχεία περί μεταπώλησης αυτών των δεδομένων σε τρίτους;

Όχι. Είναι κάτι που δεν θα μάθουμε ποτέ, γιατί ποτέ δεν θα μπορέσουμε να έχουμε πρόσβαση στα συμβόλαια.

Έχω την υποψία οτι υπάρχουν κι άλλοι πυλώνες ιδιωτικοποίησης των Συστημάτων Υγείας…

Ο ιδιωτικός, κερδοσκοπικός τομέας υγείας παρακολουθεί τη ζήτηση, όχι την ανάγκη. Τι σημαίνει αυτό; Αυτό σημαίνει ότι αν υπάρχει διαθέσιμο εισόδημα και ζήτηση για αισθητικές επεμβάσεις, φερειπείν, θα επενδύσει σε αισθητικές επεμβάσεις. Από την άλλη δεν θα ανέπτυσσε ποτέ μία μονάδα εγκαυμάτων, γιατί η συντήρησή της κοστίζει εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ ή δε χρήση της θα γίνει μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις ατυχημάτων, σε στιγμές δηλαδή απόλυτης ανάγκης. Ήταν αναμενόμενο λοιπόν ότι τη στιγμή της ανάγκης, την περίοδο της επιδημίας ο ιδιωτικός κερδοσκοπικός τομέας υγείας γύρισε κυριολεκτικά την πλάτη του στην ανάγκη των πολλών. Κατάφερε, δηλαδή, με την προστασία των κυβερνήσεων να μονώσει τις υπηρεσίες του από τα περιστατικά Covid, έτσι ώστε να συνεχίσει την παροχή υπηρεσιών ως μια «covid free zone». Ας δούμε την Ιταλία στο πρώτο επιδημικό κύμα: Ενώ ο δημόσιος τομέας είχε υπερφαλαγγιστεί από την επιδημία, ο ιδιωτικός τομέας παρέμεινε αμέτοχος μπροστά σ’ αυτήν την εθνική τραγωδία. Το ίδιο έγινε και στη χώρα μας. Αυτό επιχείρησε εξαρχής κυβέρνηση. Εξαναγκάστηκε να προχωρήσει σε επίταξη (επτά από τις εκατόν σαράντα κλινικές, πανελληνίως) στο “και πέντε” του δεύτερου και στο “και δέκα” του τρίτου επιδημικού κύματος. Ακόμη και από αυτές τις επτά κλινικές, κάποιες, ουδέποτε τελικά νοσήλευσαν περιστατικά Covid ή νοσήλευσαν περιστατικά Covid σε αποδρομή. Αυτό βέβαια έγινε με το αζημίωτο, αφού πρώτα η κυβέρνηση τούς είχε εξασφαλίσει χρηματοδότηση 25εκατ. ευρώ και ημερήσιο νοσήλιο αποζημίωσης διπλάσιο του κανονικού. Με βάση αυτά τα δεδομένα, προκαλεί πολιτική ανατριχίλα ο λόγος για τον οποίο κάποιος ενδεχομένως θεωρεί ότι το μέλλον των ΕΣΥ είναι οι ΣΔΙΤ. Αν κάτι μάς δίδαξε η πανδημία είναι ότι η περίφημη σύμπραξη δημόσιου – ιδιωτικού τομέα είναι μία σχέση παρασιτικής επιβίωσης του δεύτερου εις βάρος του πρώτου.

Ατομική ευθύνη: Πραγματικότητα ή προπαγανδιστικό πυροτέχνημα σε καιρούς κοινωνικής και εργασιακής εκμετάλλευσης;

Αν θα ήθελε να ακριβολογήσει κανείς ο σωστός όρος δεν είναι ατομική ευθύνη αλλά ιδιωτικοποίηση της ευθύνης. Η κυβέρνηση εξαρχής προσπάθησε να μετακυλήσει τις ευθύνες της στους ιδιώτες, στους πολίτες, να ιδιωτικοποιήσει με άλλα λόγια την ευθύνη της διαχείρισης της επιδημίας. Όσοι ασχολούμαστε με την δημόσια Υγεία ανατριχιάζουμε με την εμμονή στην επίκληση της ατομικής ευθύνης. Οι ατομικές μας επιλογές κινούνται πάντα μέσα στα συγκεκριμένα όρια, τα οποία καθορίζει η κοινωνική, οικονομική και ταξική μας θέση. Δεν είναι ελεύθερες επιλογές, είναι επιλογές μέσα σε συγκεκριμένους περιορισμούς εισοδηματικούς, χρονικούς, μορφωτικούς. Δεν μπορεί κανείς σε συνθήκες κρίσης της δημόσιας υγείας, να επικαλείται την ατομική ευθύνη, όταν ο ίδιος έχει καθορίσει τα στενά όρια εντός των οποίων κινούνται οι ατομικές συμπεριφορές. Τι ατομική ευθύνη έχει ο εργαζόμενος που πηγαίνει στο μετρό και εκθέτει καθημερινά τον εαυτό του στον κίνδυνο της επιδημίας; Τι ατομική ευθύνη έχει ο πρόσφυγας ο οποίος μοιράζεται στο ΚΥΤ την ίδια τουαλέτα με το θετικά επιβεβαιωμένο κρούσμα; Τις επιδημίες δεν τις αντιμετωπίζεις με ατομική ευθύνη, αλλά με υψηλό αίσθημα δημόσιας και κοινωνικής ευθύνης.

 
 
 
 
Εκτύπωση

Related Articles